- ἀγωνιστικῶς
- ἀγωνιστικόςfit for contestadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… … Dictionary of Greek
подвижьно — (4*) нар. Усердно, ревностно: кротъко изнеси чисто желаниѥ зѣло доблѣ и подвижьно съ нимь съдѣ˫а. (ἀγωνιστικῶς) КЕ XII, 201б; мы дължьни ѥсмы подобитисѧ имъ. и подвижьно искати сп҃сенi˫а. СбТр XII/XIII, 27; аще ѹбо кто ѿ еп(с)пъ приимъ… пределъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)